- Θεοδώρου
- Θεόδωροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεοδώρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από την Ύδρα. Ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Αριστείδης, το οποίο διέθεσε για τους σκοπούς της Ελληνικής Επανάστασης. Από το 1823 πήρε μέρος σε διάφορες ναυμαχίες αλλά κυρίως διακρίθηκε στο… … Dictionary of Greek
Θεόδωρου Ζιάκα, δήμος — Νέος δήμος (2.855 κάτ.) του νομού Γρεβενών, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αλατόπετρας, Αναβρυτών, Ζάκα, Κοσματίου, Λάβδα, Μαυραναίων, Μοναχιτίου, Πανοράματος, Πολυνερίου, Προσβόρρου, Σπηλαίου και … Dictionary of Greek
Θεοδώρου, Ασημάκης — (Ζάτουνα ; – 1822). Φιλικός. Ο Θ. ήταν γραμματέας του Πασόμπεη και μετά την εκδίωξη του Βελή πασά από την Πελοπόννησο, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί κατασκόπευε τον Μοχάμετ Άλι. Όταν αποκαλύφθηκε ο ρόλος του ειδοποιήθηκε έγκαιρα και κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
Θεοδώρου, Βικτωρία — (Χανιά 1926 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Σχολή Αδελφών Επισκεπτριών και Νοσοκόμων και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1948 αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της, λόγω εξορίας της (με την αιτιολογία ότι συμμετείχε … Dictionary of Greek
Θεοδώρου, Νέλλη — (Αθήνα 1938 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στο Γαλλικό, Αγγλικό και Γερμανικό ινστιτούτο. Έγραψε μυθιστορήματα, ποιήματα κ.ά. Ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των λογοτεχνών. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1958 με την έκδοση του… … Dictionary of Greek
Θεοδώρου, Φίλιππος — (Συρία 1828 – Αριζόνα 1902). Έμπορος. Το όνομά του έχει συνδεθεί με την εμφάνιση της καμήλας στη Βόρεια Αμερική, όπου πήγε το 1856 συνοδεύοντας το πρώτο καραβάνι από καμήλες. Αποβιβάστηκε στην Ισπανιόλα, λιμάνι του Τέξας, μαζί με τον Αμερικανό… … Dictionary of Greek
Μουσείο Θεόδωρου Κολοκοτρώνη — Στο ιστορικό Λιμποβίτσι Αρκαδίας, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Γέρος του Μοριά, ο στρατηγός του απελευθερωτικού αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ανακατασκευάστηκε πριν από μερικά χρόνια το πέτρινο σπίτι του, με δαπάνη του ευεργέτη Παναγιώτη… … Dictionary of Greek
κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
Λάσκαρις — I Επώνυμο Βυζαντινών ηγεμόνων της αυτοκρατορίας της Νικαίας. 1. Θεόδωρος A’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (2.). 2. Θεόδωρος B’. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα βυζαντινών ηγεμόνων (3.). 3. Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Βλ. λ. Βατάτζης, Ιωάννης … Dictionary of Greek